- φλοίσβισμα
- το, -ατοςφλοίσβος, το να παράγεται φλοίσβος: Το σιγανό κυματάκι έχει απαλό φλοίσβισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλοίσβισμα — το, Ν [φλοισβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλοισβίζω, ο φλοίσβος … Dictionary of Greek